ἀκμάζον

ἀκμάζον
ἀκμάζω
to be in full bloom
pres part act masc voc sg
ἀκμάζω
to be in full bloom
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μομπάσα — (Mombasa). Πόλη (712.600 κάτ. το 2003) της Κένυας και πρωτεύουσα της Παράκτιας επαρχίας (84.113 τ. χλμ.). H ίδρυση της πόλης ανάγεται στην αρχαιότητα· κατακτήθηκε τον 8ο αι. από τους Άραβες και τους Πέρσες και έγινε ένα ακμάζον κέντρο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”